- ὑπέρμεστος
- ὑπέρμεστος, ον,A full to overflowing, Ph.2.533, Hsch. s.v. ὑπερχειλῶν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέρμεστος — ον, Α [μεστός] υπερπλήρης, αυτός που ξεχειλίζει … Dictionary of Greek
ὑπερμέστων — ὑπέρμεστος full to overflowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμεστα — ὑπέρμεστος full to overflowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)